- κύμβαλο
- Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κ. είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα, βούρτσα κ.ά.). Το μουσικό αυτό όργανα έχει αρχαία ανατολική προέλευση και εισήχθη πλήρως στη δυτική μουσική τον 18ο αι. μέσω της Τουρκίας. Οι χώρες που φημίζονται για την παραγωγή κ. είναι η Τουρκία και η Κίνα. Η σημασία τους στα μουσικά σύνολα προκύπτει από το ότι ο ήχος τους είναι ποικίλης συχνότητας και τονικού ύψους· μπορεί να είναι οξύς και σύντομος ή απαλός και με διάρκεια.
* * *το (Α κύμβαλον)1. είδος μουσικού οργάνου που αποτελείται από δύο ορειχάλκινους κοίλους δίσκους, οι οποίοι όταν κρούονται μεταξύ τους παράγουν ήχο, κν. τάσια (α. «με σάλπιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.β. «οἳ δέ κυμβάλοις καὶ τυμπάνοις ἄχθονται», Πλούτ.)2. φρ. «κύμβαλον ἀλαλάζον» — λέγεται για κείνον που απηχεί άκριτα γνώμες τρίτων (ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη + επίθημα -αλ-ον (πρβλ. κρότ-αλ-ον, πέτ-αλ-ον).ΠΑΡ. κυμβαλίζωαρχ.κυμβάλιον, κυμβαλίτις, κυμβαλώδη.ΣΥΝΘ. αρχ. κυμβαλοκρούστης].
Dictionary of Greek. 2013.